στηθάγχη

στηθάγχη
(Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο από ωχρότητα του προσώπου και βαθύ αίσθημα άγχους. Παράγοντες που ευνοούν συνήθως την εμφάνιση του συνδρόμου είναι η σωματική κόπωση και οι ισχυρές συγκινήσεις. Στο 90% των περιπτώσεων σ. υπάρχουν στενώσεις ή αποφράξεις, επί αρτηριοσκληρωτικής βάσης, των στεφανιαίων αρτηριών. Τότε αυτές γίνονται ανίκανες να διευρυνθούν και να χορηγήσουν στην καρδιά μεγαλύτερη ποσότητα αίματος στις περιπτώσεις που η καρδιά το απαιτεί. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ανοξία (έλλειψη οξυγόνου) του καρδιακού μυός, στην οποία οφείλεται η συμπτωματολογία αυτή. Η σ. είναι πολύ πιο συχνή στον άντρα παρά στη γυναίκα, πλήττονται περισσότερο τα νευροψυχικά ασταθή άτομα και, με ελαφρά υπεροχή, οι πνευματικά εργαζόμενοι από τους χειρώνακτες. Ηλικία εμφάνισης του συνδρόμου είναι η μεταξύ 40 και 60 ετών και, εκτός αυτού, υπάρχει και μια οικογενειακή προδιάθεση προς τη νόσο. Η ηλεκτροκαρδιογραφική εξέταση, αν γίνει κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρουσιάζει χαρακτηριστικές αλλοιώσεις, που υποχωρούν μερικώς ή πλήρως όταν πάψει η επώδυνη συμπτωματολογία. Λόγω του ότι αν η ηλεκτροκαρδιογραφική εξέταση γίνει μετά την κρίση σ., μπορεί να αποβεί τελείως φυσιολογική, γενικά είναι χρήσιμο, για διαγνωστικούς σκοπούς, να εκτελείται το ηλεκτροκαρδιογράφημα, αφού ο εξεταζόμενος υποβληθεί προηγούμενα σε κόπωση. Η σ. πρέπει να διακρίνεται κλινικώς από το καρδιακό έμφραγμα, στο οποίο τα ενοχλήματα, αν και είναι βασικά όμοια, είναι μεγάλης διάρκειας και συνοδεύονται με σημεία βαριάς καρδιοκυκλοφοριακής ανεπάρκειας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της σ. συνίσταται, τη στιγμή της κρίσης, στην άμεση αναστολή της σωματικής δραστηριότητας και σε λήψη τρινιτρίνης, ενός φάρμακου που μόλις λιώσει στο στόμα πετυχαίνει αιφνιδίως τη διακοπή της κρίσεως και την εξαφάνιση των συμπτωμάτων. Απαιτείται επίσης τα άτομα που υποφέρουν από σ. να αποφεύγουν στη συνέχεια κάθε σωματική προσπάθεια, να κόβουν το κάπνισμα και να περιορίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον καφέ, το τσάι και το οινόπνευμα.
* * *
η, Ν
ιατρ.
1. παροξυσμικός οπισθοστερνικός ή προκάρδιος συσφιγκτικός πόνος με αίσθημα εκμηδενίσεως ο οποίος ακτινοβολεί, συνήθως, προς τα αριστερά και επάνω, εμφανίζεται επί σωματικής προσπάθειας και υποχωρεί με την ανάπαυση και τη χρήση νιτρογλυκερίνης
2. φρ. «ασταθής στηθάγχη» — βαριά προεμφραγματική στηθάγχη με αισθητά χειρότερη πρόγνωση σε σύγκριση με τη σταθερή στηθάγχη, επειδή ο κίνδυνος για έμφραγμα τού μυοκαρδίου και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο είναι μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + άγχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στηθάγχη — η είδος καρδιακού νοσήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • στενοκαρδία — η, Ν (παλαιός όρος) στηθάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stenocardia (< στενός + καρδία)] …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • συνολκή — η, ΝΜΑ 1. συστολή, μάζεμα 2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» στηθάγχη β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. αρχ. κατάποση, καταβρόχθιση αρχ. 1. σπασμώδης συστολή τετάνου 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαλείπουσα χωλότητα — Πάθηση που μοιάζει με τη στηθάγχη, υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζεται ως άλγος –και όχι ως ασθένεια– και συνήθως παρουσιάζεται μόνο έπειτα από σωματική άσκηση. Ο πόνος της δ.χ., ο οποίος εντοπίζεται στον γλουτό, στον μηρό, στους μυς της κνήμης ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”